Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοράκι (το)

κυρτό ξύλο που εφαρμόζεται στην άκρη της πλώρης των πλοίων.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Κοράκι, § ξύλον κυρτὸν ἐφαρμοζόμενον ὑπὸ τοῦ τεχνίτου εἰς τὴν πρώραν τῶν πλοίων· καὶ τὸ μὲν ἔξω μέρος αὐτοῦ καλεῖται ἀντικόρακο, τὸ δὲ ἔσω ᾿σωκόρακο, τὸ δὲ σύνολον κοράκι.

Σημ. Κόρακα ἐκάλουν οἱ ἀρχαῖοι πᾶσαν ἐν γένει κύρτωσιν, ὅθεν καὶ τὀ ῥάμφος τοῦ ἀλέκτορος. Πιθανῶς ἐκ τῆς κυρτώσεως τῶν ξύλων τούτων προῆλθεν ἡ τοιαύτη ὀνομασία των.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.