κοπιάζω
- κοπιάζω, κουράζομαι
- με καλωσορίζουν έπειτα από παραμονή σε άλλο τόπο, έρχομαι: “Καλώς εκόπιασες, παιδί μου”.
- Όταν σε ώρα φαγητού μας επισκέπτεται κάποιος ή είναι περαστικός απ΄ το κτήμα μας καθ΄ ον χρόνον γευματίζομε και μας χαιρετάει, μας λέει: “καλή όρεξη” κι εμείς απαντάμε: “κόπιασε να φάμε”. Και ευγενικά αρνούμενος μας απαντάει: “Κάμ΄ τε ζεύκι σας”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοπιάζω = καταπονοῦμαι, κουράζομαι, προσέρχομαι εὐπροσδέκτως. «καλῶς ἐκόπιασες ἀφέντ’ μου».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Εκοπιάσατε: Αόρ. του κοπιάζω (κόπος), με την σημασία του «εκαταβάλατε κόπο να έλθετε προς επίσκεψη», «καλώς εκοπιάσατε…».
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα