Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κόπανος (ο)

κομμάτι επίμηκες σκληρού ξύλου με λαβή. Με τον κόπανο πλένουν (=χτυπάνε στο νερό) τα ρούχα, ιδίως τα χοντρά: στρώσες, σκεπάσματα, σαγιάσματα κ.α.
φράση: “Τα χέρια μου δεν τα ορίζω από το πολύ κοπάνισμα”.
Με τον κόπανο επίσης ξεσπείριζαν ορισμένα δημητριακά, που δεν τα πήγαιναν στο αλώνι, λόγω μικρής ποσότητας, όπως φακές, μπίζα, κουκιά κ.α.
Παροιμία: “Δώσε μ΄, κυρά μ΄τον άντρα σου και κράτα εσύ τον κόπανο”.
μτφ.: άνθρωπος άξεστος, χοντροκέφαλος. φράση: “Είσαι κόπανος”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κόπανος /ὁ/ (κόπτω) = συμπαγὲς ἐπίμηκες τεμάχιον σκληροῦ ξύλου μὲ λαβὴν διὰ τοῦ ὁποίου κτυπῶνται τὰ ἱμάτια κατὰ τὴν πλῦσιν. «πᾶρε κυρὰ τὸν ἄντρα μου κι’ ἐγὼ κρατῶ τὸν κόπανο».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.