κοπανίζω και κοπανάω
- (κοπανάω) = στουμπίζω, βαρώ με τον κόπανο. φράσεις: “κοπανίζω κουτιά” – “κοπανίζω τα χοντροσκούτια”.
- ομιλώ σε κάποιον χωρίς περιστροφές, έξω από τα δόντια. φράση: “Του τα κοπάνισα, δεν έκαμα καλά;”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοπανάω (κοπανίζω) = κτυπῶ μὲ κόπανον, στουμπίζω, λέγω εἵς τινα κἄτι ποὺ τὸν βαρύνει χωρὶς περιστροφάς. «τ’ τὰ κοπάνσα».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης