Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοπανίζω και κοπανάω

  1. (κοπανάω) = στουμπίζω, βαρώ με τον κόπανο. φράσεις: “κοπανίζω κουτιά” – “κοπανίζω τα χοντροσκούτια”.
  2. ομιλώ σε κάποιον χωρίς περιστροφές, έξω από τα δόντια. φράση: “Του τα κοπάνισα, δεν έκαμα καλά;”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κοπανάω (κοπανίζω) = κτυπῶ μὲ κόπανον, στουμπίζω, λέγω εἵς τινα κἄτι ποὺ τὸν βαρύνει χωρὶς περιστροφάς. «τ’ τὰ κοπάνσα».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.