κοντραστάρω
Κοντραστάρω (Ἀλ. κουνdρεστὸj, Ἰ. contrastare) = ἀντιτίθεμαι, ἁμιλλῶμαι, λογομαχῶ ζωηρῶς.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κοντραστάρω (Ἀλ. κουνdρεστὸj, Ἰ. contrastare) = ἀντιτίθεμαι, ἁμιλλῶμαι, λογομαχῶ ζωηρῶς.