κοντράρω 28 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κοντράρω (Ἰ. contrario) = ἀντιτίθεμαι, ἀντιμετωπίζω, διαφωνῶ. βλ και κοντραρίζω