κοντράδα (η)
συνοικία, δρόμος κατοικημένου χώρου, η Χώρα (σκουτράδα)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοντράδα /ἡ/ ἀρχ. (Ἰ. contrada) = συνοικία, τὰ κύκλῳ, δρόμος, χῶρος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
κοντράδα (ἡ) : συνοικία, (ΒΕΝ. contrada).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου