κόντρα (η)
- το μεγάλο κοντρί, εξ ου και τόπων, και συνοικία Κοντράτα και περιοχή Κόντρος: Βαλαωρίτη, Φωτεινός α΄: “Φωλιάζουν οι στυαραετοί στου βράχου τα στεφάνια, / εφώλιασε κι ο Φωτεινός στον εγκρεμό του Κόντρου”
- αντίθεση, εναντίωση, φράσεις: “Μου πάει κόντρα” – “ο καιρός είναι κόντρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κόντρα /ἡ/ (Ἀλ. κόdρε-α) = μεγάλο κοντρί, βράχος (Ἰ. contra -o) = ἀντιθέτως, ἀντιστρόφως, ἀπέναντι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης