Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοντοπίθιακος ή κοντοπίθιας (ο)

ο μικροκαμωμένος άντρας, ο μικρούλης.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κοντοπίθιακος -η -ο (κοντός, πίθακος) = βραχύσωμος, κοντούλης.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Έτσι αποκαλούμε το μικρόσωμο, μικροκαμωμένο άνθρωπο. τον κοντούλη. Η λέξη είναι σύνθετη από το κοντός και πίθακος (σε μας πίθιακος), που είναι δωρικός τύπος του πίθηκος και κατά μια έννοια (Σουίδας) σημαίνει νάνος.
Σχετικό είναι και το “κοντοπίθαρος”, κοντόχοντρος σα πιθάρι. Εμείς βέβαια λέμε το πρώτο “κοντο-πίθιακος” και εννοούμε τον κοντούλη.
Ο Λάζαρης  παραπέμπει στο “πιθακος”. Το πλήρες είναι κοντοπίθακος. Αλλά αυτό το χαρακτηριστικό το χρησιμοποιούμε κυρίως για τους δύσμορφους και άσχημους, όχι για τους κοντούς.
Εδώ πρόκειται για τον κοντοπίθαρο, τον “κοντόχοντρο σαν πιθάρι” (Δημητράκος).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.