Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοντομάντηλο (το)

γυναικείο μαντήλι, χοντροϋφασμένο, σε χρώμα κόκκινο ή γαλάζιο με καρρωτά σχήματα.
Μικρότερο σε μέγεθος από άλλα μαντήλια, πήρε το όνομά κοντομάντηλο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κοντομάντ(η)λο /τὸ/ (κοντός, Ἀ.Τ. μενdίλ, Ἰ. mantello) = μανδήλιον βαθειῶν ἀποχρώσεων ἐξ ἐρέας πρὸς κάλυψιν τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν, κρήδεμνον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.