κοντογούνι (το)
- κοντός επενδυτής ιερέων που φοριέται κάτω από το ράσο.
- γυναικείος και αντρικός επενδυτής κοντός ως τη μέση, με μανίκια. Ανοιχτό μπροστά το κοντογούνι, κούμπωνε με κουμπιά γυαλιστερά, μπρούτζινα ή ασημένια. Τα συνηθισμένα του χρώματα ήταν το μαύρο, το σκούρο κόκκινο και το σκούρο γαλάζιο,
Σε προικ. του 1714, Νο 69 (ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Κοντογούνι χρυσό κόκκινο (=κεντημένο με χρυσοκλωστή) και κοντογούνι χρυσό με τ΄ ασημόκουμπά του” – 1722, Νο 64: “Ένα κοντουγούνι μεταξωτό με φιόρα χρυσά μυγδαλωτά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοντογοῦνι /τὸ/ (κοντός, «γοῦνα») = βραχεῖα χλαίνη ἱερέως φερομένη ἔσωθεν τοῦ ράσου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης