κόντο (το)
ο λογαριασμός, ο υπολογισμός, η πρόβλεψη, η εκτίμηση.
φράσεις: “Κάμε κόντο, τι απέγινε εκείνη η υπόθεση” – “Κάμε κόντο, καλά που μου το θύμισες”.
α-κόντο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κόντο /τὸ/ (Ἰ. conto) = ὑπολογισμός, διαλογισμός, σύγκρισις: «κάμε κόντο» = γιὰ φαντάσου, γιὰ λογάριασε.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κάμε κόντο. Συνηθέστατη στο χωριό και γενικότερα λευκαδίτικη φράση. Ταίριασμα δυο διαφορετικών λέξεων, μια ελληνικής (κάμε) και μιας ιταλικής (κόντο). η δεύτερη, που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η conto, λογαριασμός. Το ρήμα είναι contare. Η όλη φράση σε μας σημαίνει απλά: Για στάσου (τώρα που το θυμήθηκα, και λογάριασε …).
Άλλο το sconto, η έκπτωση.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης