κονσουμάρω -ομαι
- καταναλώνω -ομαι, εξοδεύω. Σε δικαστικό έγγραφο του 1744 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βλέπομε: “Το λάδι εκονσουμαρίστηκε ίς τι σπίτι”.
- λιγοστεύω το ζουμί στο μαγείρεμα με βράση.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κονσ(ου)μάρω (Ἰ. consumare) = ἐλαττώνω τὸν ζωμὸν μαγειρεύματος διὰ βρασμοῦ, δαπανῶ, καταναλίσκω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης