Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κονάκι (το)

σπίτι, κατοικία, καλύβα, καλυβόσπιτο.
φράση: “Πάμε απ΄ το κονάκ΄ μου λίγο να πιούμε κάνα κρασί;”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κονάκι /τὸ/ (Τ. κονὰκ) = οἰκία, καλύβη, κατάλυμμα. «μᾶς ἐγίνκε κονάκι».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


κονάκι (τό): οἰκία, (Τ. konak).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου


Από το κονεύω, διανυκτερεύω, το κονάκι,, το οποίο για άλλους έχει τη ρίζα του στο τουρκικό konak (καθώς δεν ήλθαμε εις ένα τόπον το εσπέρας, εκονεύσαμεν δια να αναπαυθώμεν”.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Κονάκι, το: ο μικρός οίκος,  η πρόχειρη κατοικία εν είδει κώνου.

 Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.