κονάκι (το)
σπίτι, κατοικία, καλύβα, καλυβόσπιτο.
φράση: “Πάμε απ΄ το κονάκ΄ μου λίγο να πιούμε κάνα κρασί;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κονάκι /τὸ/ (Τ. κονὰκ) = οἰκία, καλύβη, κατάλυμμα. «μᾶς ἐγίνκε κονάκι».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
κονάκι (τό): οἰκία, (Τ. konak).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Από το κονεύω, διανυκτερεύω, το κονάκι,, το οποίο για άλλους έχει τη ρίζα του στο τουρκικό konak (καθώς δεν ήλθαμε εις ένα τόπον το εσπέρας, εκονεύσαμεν δια να αναπαυθώμεν”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Κονάκι, το: ο μικρός οίκος, η πρόχειρη κατοικία εν είδει κώνου.
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα