Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κωλοσέρνω

σέρνω κάποιον απ΄ τα πόδια στο έδαφος, σέρνομαι με τον κώλο, κινούμαι με δυσκολία.
φράσεις: “τόνε κωλόσερνε στο δρόμο από εκδίκηση” – “δεν μπορεί να περπατήσει πια, κωλοσέρνεται. γεράματα βλέπεις” – “τον έδεσαν πίσω από μουλάρι και τον κωλόσερναν, το δυστυχή, μέχρι που έχασε τις αισθήσεις του. Τι τα θέλεις, περασμένα, ξεχασμένα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κωλοσέρνω (κωλὴ-σύρω) = σύρω διὰ τῶν γλουτῶν, σύρω πρὸς ἀσέλγειαν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Κωλοσέρνει = σύρει ἀνάσκελα καί βίαια γυναίκα, σημαίνει καί βάναυση κακοποίηση αὐτῆς.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.