κολόρο (το)
- το χρώμα.
Σε προικοσ. της Χώρας, συμβολαιογράφου Μιχ. Αναγνώστου, 1824 διαβάζομε: “Ένα φόρεμα κολόρ ντι ρόζα με την ποδιά του (Η Λευκαδίτικη φορεσιά, σελ. 77, στήλη α΄). - παρατήρηση, φοβέρα, ξύλο.
φράσεις: “Του έδωσα ένα κολόρο γενναίο, και σταμάτησε” – “Δώσ΄ του κολόρο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κολόρο /τὸ/ (Ἰ. colore) = χρῶμα, χρωματισμός, ἐπίχρωσις, ἐπίπληξις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
κολόρο (τό): χρῶμα, βαφή, (ΒΕΝ. colore).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου