Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κολόρο (το)

  1. το χρώμα.
    Σε προικοσ. της Χώρας, συμβολαιογράφου Μιχ. Αναγνώστου, 1824 διαβάζομε: “Ένα φόρεμα κολόρ ντι ρόζα με την ποδιά του (Η Λευκαδίτικη φορεσιά, σελ. 77, στήλη α΄).
  2. παρατήρηση, φοβέρα, ξύλο.
    φράσεις: “Του έδωσα ένα κολόρο γενναίο, και σταμάτησε” – “Δώσ΄ του κολόρο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κολόρο /τὸ/ (Ἰ. colore) = χρῶμα, χρωματισμός, ἐπίχρωσις, ἐπίπληξις.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


κολόρο (τό): χρῶμα, βαφή, (ΒΕΝ. colore).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.