Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κωλοπ(η)λάλα

Κωλοπ(η)λάλα /ἡ/ (κωλὴ-πηδάω, «πηλαλάω») = δυσεντερία, διάρροια.
κωλοπλάλα / κωλοπηλάλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.