κωλόκ(ου)ρο
Κωλόκ(ου)ρο (κωλὴ-κουρὰ) = τὸ προϊὸν τοῦ «κολοκουρίσματος» τῶν προβάτων, ἀμοιβὴ ἐκβιαστικῶς καὶ αὐθαιρέτως ἀποσπωμένη.
κωλόκρο / κωλόκουρο
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κωλόκ(ου)ρο (κωλὴ-κουρὰ) = τὸ προϊὸν τοῦ «κολοκουρίσματος» τῶν προβάτων, ἀμοιβὴ ἐκβιαστικῶς καὶ αὐθαιρέτως ἀποσπωμένη.
κωλόκρο / κωλόκουρο