κωλοκούρισμα 26 Σεπ, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κωλοκούρισμα = τό πρῶτο κούρεμα στά ὀπίσθια τῶν προβάτων. βλ. και: κωλοκ(ου)ρίζω