Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κωλοκαθιά (η)

φιγούρα του χορού στιγμιαία ή διάρκειας δευτερολέπτων. Ο χορευτής, στητός όντας, ξαφνικά ανακάθεται στηριζόμενος στις μύτες των ποδιών του, ενώ συχνά χτυπάει με τη δεξιά παλάμη το δάπεδο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κωλοκαθιὰ /ἡ/ (κωλὴ-καθίζω) = στιγμιαία χορευτικὴ ἀνακάθισις.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Κωλοκαθιά = γρήγορη καθιστή κίνηση κατά τό χορό (ἀνακάθηση).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.