κολλητά (επίρρ.)
καθόμαστε κολλητά = τα σπίτια μας εφάπτονται, είναι κολλημένα μεταξύ τους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κολλητὰ (κολλάω -ῶ) = συνεχομένως, ἐν ἐπαφῇ, ἔχω ἐπαλειφθῇ μὲ κολλώδη οὐσίαν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης