Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κολλάω

ρήμα με πολλές από το λαό έννοιες.
κολλάω = με κόλλα συνάπτω δύο φύλλα χαρτιού, σανίδες κ.α αντικείμενα.
Φράσεις: με κόλλησε γρίπη – το κάρο εκόλλησε στην ανηφόρα – κόλλα το καντήλι – εκόλλησε τη λαμπάδα – εκόλλησε το καΐκι στη λάσπη του λιμανιού – θα κολλήσω σ΄ αυτή την παρέα – μη μου κολλάς εμένα! (απειλή) – εκόλλησα σ΄ αυτό το κορίτσι – θα σε κολλήσω στον τοίχο – μου κόλλησε η ιδέα – μου κόλλησαν βδέλλες – εκόλλησε η γλώσσα μου για νερό – να κολλήσει η γλώσσα μου (όρκος) – εκόλλησα ψείρες – του κόλλησαν τη ρετσινιά – κόλλησε το φαγί στην κατσαρόλα – κόλλησε 500σάρικο στο μέτωπο του βιολιτζή.
Παροιμία: “Όπου θέλει ο γύφτος κολλάει το χερούλι” – “στη βράση κολλάει το σίδερο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κολλάω = συγκολλῶ, συνάπτω, προστίθεμαι αὐτοβούλως, μολύνω, μολύνομαι ἐκ προσεγγίσεως, ἀναβαίνω, ἀναρριχῶμαι.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Κολάω, με την έννοια του ανάβω.
Πολύ σωστά ο Κοντομίχης παρατηρεί ότι “με πολλές έννοιες απ΄το λαό”, λέγεται το ρήμα. Τα λεξικά δε διευκρινίζουν την έννοια του ανάβω. Αρκούνται, όπως ο Δημητράκος, στα σύνθετα του ρήματος, άπτω (ανάβω). συν-άπτω, προσ-άπτω, χωρίς όμως το αν-άπτω.
Εμείς στο χωριό χρησιμοποιούμε ευρύτατα το κολλάω με τη σημασία (ειδικά) του ανάβω. Λέμε κόλλησε το καντήλι, ή τα σπίρτα είναι νοτισμένα (βρεγμένα) και δεν κολλάνε, κ.ο.κ.
Μήπως και το “καιροκολλήσεις” μπορεί να είναι “κεροκολλήσεις” με την έννοια (της κατάρας), να μην ανάψει κερί (στον τάφο σου);
Την ετυμολόγηση των λέξεων τονίσαμε από την αρχή με την οποία δειλά καταπιαστήκαμε, διακρίνει η αβεβαιότητα (γι΄ αυτό κι οι γλωσσολόγοι χρησιμοποιούν συχνά τη φράση “αβεβαίου ετύμου”.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.