κοκοτσέλι
Κοκοτσέλι § ὁ νέος πετεινός.
Σημ. Ἐκ τοῦ κότσος (Σύλλ. 44).
βλ. κοκοτσελεύομαι και κοκκοτός (ο)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κοκοτσέλι § ὁ νέος πετεινός.
Σημ. Ἐκ τοῦ κότσος (Σύλλ. 44).
βλ. κοκοτσελεύομαι και κοκκοτός (ο)