κοκοτσελεύομαι
Κοκοτσελεύομαι § ὑψηλοφρονῶ. Π. μὴ δὰ κοκοτσελεύεσαι τόσο.
Σημ. Ἐκ τοῦ κοττς κοκοττός· ὁ λαὸς φρονεῖ ὅτι ὁ πετεινὸς εἶνε ζῶον ὑπερήφανον.
βλ. και κοκοτσέλι
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κοκοτσελεύομαι § ὑψηλοφρονῶ. Π. μὴ δὰ κοκοτσελεύεσαι τόσο.
Σημ. Ἐκ τοῦ κοττς κοκοττός· ὁ λαὸς φρονεῖ ὅτι ὁ πετεινὸς εἶνε ζῶον ὑπερήφανον.
βλ. και κοκοτσέλι