κοκκίζω
πασπαλίζω, επιπάσσω. “Το κόκκισα με αλάτι” – “κόκκισα τη μυζήθρα με ζάχαρη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοκκίζω καὶ σπειροκοκκίζω (κονίζω) πασπαλίζω μὲ κόκκους ἢ μὲ κόνιν.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Κοκκίζω § ῥίπτω ἐπί τινος κόκκους ἢ ἄμμου ἢ ἀλεύρου ἢ ἅλατος κτλ. Π. ἐκόκκισε τὰ ψάρια = ἔρριψεν ἐπ’ αὐτῶν κόκκους ἅλατος
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου