κοκκάλα (η)
- πάγος φυσικός σε λακκούβες, ρυάκια, δοχεία κ.λπ. κατά το χειμώνα.
- μεγάλο κόκκαλο χοντρού ζώου.
φράσεις προκειμένου για ανθρώπους: “Ποιος ξέρει πού θ΄ αφήσομε την κοκκάλα μας;” – “Άφησε την κοκκάλα του στα χιόνια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοκκάλα /ἡ/ (κόκκαλος, Ἰ. concavo) = μέγα κόκκαλον, πάγος φυσικὸς τῆς ὑπαίθρου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης