κοφίσι (το)
ψάρι των βορείων θαλασσών της οικογένειας των γαδιδών. Ανήκει στα βακαλοειδή (ονίσκος ή όνος ή γάδος). Πουλιέται σε αποξηραμένη κατάσταση, αφυδατωμένο κυριολεκτικά σαν ξύλο και γι αυτό προκειμένου να μαγειρευτεί το τεμαχίζουν με πριόνι. Μαγειρεύεται μόνον στα Επτάνησα με πατάτες, όπως ο μπακαλιάρος α λα Λευκάδα. Πιθανόν να καθιερώθηκε από την εποχή των Βενετσάνων. Εισάγεται από τις βόρειες χώρες ή την Ιταλία αφυδατωμένο και ανάλατο. Ξηραίνεται, μετά την αλίευσή του, στον αγέρα, ακέφαλο. Προκειμένου να μαγειρευτεί το βάνουν 1-2 μέρες στο νερό για να μαλακώσει, μα πριν το μουσκέψουν το κοπάνιζαν να τεμαχιστεί. Σήμερα σπανίζει. Προπολεμικά ήταν το φαγητό των φτωχών.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοφίσι /τὸ/ (Ἰ. stoccofisso) = ὁ ἰχθῦς ὀνίσκος ὁ ὁλλανδικὸς εἰς ἀπεξηραμμένην κατάστασιν.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ψάρι ξεραμένο στον ήλιο (ή και στον αέρα), χωρίς αλάτι, επιστημονικά ονίσκος ο Ολλανδικός. Στην κατηγορία του γνωστού μας μπακαλιάρου. Εξελληνισμένα το λέγανε στοκοφίσι, ή απλά κοφίσι.
Προέρχεται από το αγγλο-γαλλικό stock-fish κι αυτό από παλαιότερο ολλανδικό stocvisch (Κριαράς). Τη λαογραφική πλευρά την καλύπτει ο ημέτερος Κοντομίχης στο λεξικό του.
Στις μέρες μας το κοφίσι δεν ήταν τόσο διαδεδομένο (όσο ο μπακαλιάρος) φαγητό. Ο δεύτερος ήταν για όλο τον κόσμο. Ήταν -επ΄ ευκαιρία- προσφιλές και πρακτικό πένθιμο φαγητό για της παρ(η)γουριές. Ήταν και ακριβότερο (ως ίσως) σπανιότερο και εισαγόμενο από μακρυά. Αντίθετα ο Κοντομίχης το χαρακτηρίζει “φαγητό των φτωχών”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Κοφίσι = ἀφυδατωμένο ψάρι μεταξύ γαλαίου καί μπακαλιάρου πού διατηρεῖται γιά πολύ χρόνο χωρίς ν᾿ ἀλλοιωθεῖ.