κοφινίδα ή κοφινίδι
μικρή κόφα με κούπωμα σε κωνοειδές σχήμα, πλεκτή με βέργες λυγαριάς ή καλάμια.
Σε κτγρφ. 1806: “κοφινάδα βέργινη” – 1784: “ένα κοφινίδι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοφφινίδα /ἡ/ (Ἰ. coffa) = μικρὰ «κόφφα» ἐκ λεπτοτέρου ὑλικοῦ μετὰ πώματος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κοφινάδα = στενόμακρη κοφίνα πού κλείνει μέ καπάκι γιά τό φύλαγμα τοῦ ψωμιοῦ.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής