κομπιάζω -ομαι
κάνω κόμπο σε σκοινί, σπάγκο, κλωστή κ.λπ.
δυσκολεύομαι να καταπιώ κατά τη διάρκεια του φαγητού: “Εκομπιάστηκα, δώσ΄ μου λίγο νερό να πιω”
τα χάνω κατά την ομιλία μου, μπερδεύομαι, σταματώ αμήχανος: “Εκομπιάστηκα, δεν ήξερα τι να πω παρακάτω”.
Ως πρόληψη – μαγγανεία: όταν ήθελε κάποιος να αμποδέσει ένα αντρόγυνο για να μην μπορεί να εκπληρώσει τα συζυγικά του καθήκοντα του έκανε μάγια: κατά την ώρα του στεφανώματος, κόμπιαζε μια κλωστή τρεις φορές, λέγοντας: “κομπιάζω, δένω / και το γαμπρό μποδένω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κομπιάζω (κόμβος) = δένω εἰς κόμβον, περιπλέκω, παθαίνω δυσφρασίαν ἢ δυσκαταποσίαν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης