κομπαρίρω
παρουσιάζομαι ξαφνικά, προβάλλω.
“Εκομπαρίρ΄σε και του λόγου του” – “Εκομπαρίρ΄σε δα, πόλ΄πε τόσα χρόνια, ο καημένος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κομπαρίρω (Ἰ. comparire) = παρουσιάζομαι, ἐμφανίζομαι, ἀφικνοῦμαι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης