Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κνίπα

Κνίπα § εἶδος μικροῦ κώνωπος.

Σημ.  Ἡ κνὶψ τῶν ἀρχαίων. Ἐκ τῆς καταλήξεως α τῆς Αἰτιατικῆς τῶν θηλυκῶν τριτοκλίτων σχηματίζουσιν οἱ Λευκάδιοι τὴν ὀνομαστικὴν λέγοντες ἡ γίδα, ἡ πατρίδα, ἡ ψαλίδα, ἡ ἐλπίδα κτλ. Εἰς ταύτην δὲ προσθέτοντες σ σχηματίζουσι τὴν ὀνομαστικὴν τῶν ἀρσενικῶν, οἷον· ὁ πατέρας, ὁ αἰῶνας, ὁ γίγαντας, ὁ κόρακας κτλ.


βλ. χνίπα ή σκνίπα (η) και  σκνίπα (η)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.