κλουμώνω
περιτριγυρίζω, περιβάλλω κάποιον με άλλους μαζί.
Λέγεται κυρίως για παιδιά που μαζεύονται γύρω από μεγαλύτερους, παππού, γιαγιά κ.λπ. με την προσμονή κάποιου φιλοδωρήματος.
φράσεις: “Με κ΄λουμώσανε καμιά δεκαριά από δαύτα, λες κι είχα το μέλι” – “Με κ΄λουμώσανε για να μάθουν νέα” – “Με κ΄λουμώσανε οι σκνίπες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κ(ου)λ(ου)μώνω (Ἰ. cumulare) = περιβάλλω τινά, συγκεντροῦμαι περί τινα. «τὸν ἐκλουμώσανε οἱ σφῆκες».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης