κλώτσος (ο)
τίναγμα απότομο, κλωτσά.
φράση: “Ο σεισμός είχε μεγάλο κλώτσο”.
Δημοτικό τραγούδι: “Κόκκινη κλωστή δεμένη / στην ανέμη τυλιγμένη / δώσ΄ της κλώτσο να γυρίσει / παραμύθι ν΄ αρχινίσει”.
φράσεις: “ο καημένος, κατάντησε του μπάτσου και του κλώτσου” – “τον έχουνε του μπάτσου και του κλώτσου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κλῶτσος /ὁ/ (κλαστάζω; Ἰ. calzare;) = τιναγμός, ἐκτίναξις, λακτισμός, «ὁ σεισμὸς εἶχε κλώτσο» = ὁ σεισμὸς εἶχεν ἀπότομον τιναγμόν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης