Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κλώτσος (ο)

τίναγμα απότομο, κλωτσά.
φράση: “Ο σεισμός είχε μεγάλο κλώτσο”.
Δημοτικό τραγούδι: “Κόκκινη κλωστή δεμένη / στην ανέμη τυλιγμένη / δώσ΄ της κλώτσο να γυρίσει / παραμύθι ν΄ αρχινίσει”.
φράσεις: “ο καημένος, κατάντησε του μπάτσου και του κλώτσου” – “τον έχουνε του μπάτσου και του κλώτσου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κλῶτσος /ὁ/ (κλαστάζω; Ἰ. calzare;) = τιναγμός, ἐκτίναξις, λακτισμός, «ὁ σεισμὸς εἶχε κλώτσο» = ὁ σεισμὸς εἶχεν ἀπότομον τιναγμόν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.