Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κλωσσούρα (η)

  1. η κότα που κλωσσάει τα αυγά της, η κλώσσα που γυροφέρνει με τα πουλιά της.
    φράσεις: “Μαζεύω αυγά να κάτσω κλωσσούρα” – “Έκατσα κλωσσούρα”.
    Είναι σε όλους γνωστό το τραγουδάκι και παιχνίδι: “Κλώσσα με τ΄ αυγά / δεν τα ΄βγαλες σωστά”.
  2. μτφ. “κλωσούρες λένε τις οκνηρές και δυσκίνητες γυναίκες που αργοδουλεύουν.
    φράση: “Είναι μια κλωσσούρα αυτή…”.

Πρόληψη: Αν δεν περάσει ένας χρόνος από το θάνατο δικού μας ανθρώπου ή από γάμο συγγενούς μας, δεν κάνει να “καθίσομε” κλωσσούρα. Γι΄ αυτό σε περιπτώσεις γάμου, π.χ. λένε: “Ή η νύφη τα παιδιά ή η κλώσσα τα πουλιά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κλωσοῦρα /ἡ (κλώζω) = ἡ ἐπῳάζουσα ὄρνις, ἡ κλῶσσα ἡ ὁδηγοῦσα τοὺς νεοσσούς.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.