κλωσσούρα (η)
- η κότα που κλωσσάει τα αυγά της, η κλώσσα που γυροφέρνει με τα πουλιά της.
φράσεις: “Μαζεύω αυγά να κάτσω κλωσσούρα” – “Έκατσα κλωσσούρα”.
Είναι σε όλους γνωστό το τραγουδάκι και παιχνίδι: “Κλώσσα με τ΄ αυγά / δεν τα ΄βγαλες σωστά”. - μτφ. “κλωσούρες λένε τις οκνηρές και δυσκίνητες γυναίκες που αργοδουλεύουν.
φράση: “Είναι μια κλωσσούρα αυτή…”.
Πρόληψη: Αν δεν περάσει ένας χρόνος από το θάνατο δικού μας ανθρώπου ή από γάμο συγγενούς μας, δεν κάνει να “καθίσομε” κλωσσούρα. Γι΄ αυτό σε περιπτώσεις γάμου, π.χ. λένε: “Ή η νύφη τα παιδιά ή η κλώσσα τα πουλιά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κλωσοῦρα /ἡ (κλώζω) = ἡ ἐπῳάζουσα ὄρνις, ἡ κλῶσσα ἡ ὁδηγοῦσα τοὺς νεοσσούς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης