κλωνάρι (το)
μικρό ή μεγάλο κλαδί.
φράση: “Επέσανε πολλά κλωνάρια ελιές μ΄ αυτόν τον αγέρα”.
ΒΑΛ. Αθ. Διάκος, 267: ” … επάνωθέ του μαύρα / του φοβερού του ρουπακιού τα φύλλα, τα κλωνάρια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κλωνάρι /τὸ/ (κλῶ, κλὼν) = κλάδος, κλαδί.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης