Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κλωνάρι (το)

μικρό ή μεγάλο κλαδί.
φράση: “Επέσανε πολλά κλωνάρια ελιές μ΄ αυτόν τον αγέρα”.
ΒΑΛ. Αθ. Διάκος, 267: ” … επάνωθέ του μαύρα / του φοβερού του ρουπακιού τα φύλλα, τα κλωνάρια”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κλωνάρι /τὸ/ (κλῶ, κλὼν) = κλάδος, κλαδί.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.