Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κλήρα (η)

η τύχη, η μοίρα, η κακοτυχία, ο κληρονόμος, το παιδί μιας οικογένειας.
φράση αγανακτήσεως: “καταραμένη κλήρα”.
Άγγ. Σικελιανός, Αλφρσκ., στ. 833: “… Ω καλέ, πώς χαίρονται / τα φρένα μου, η ψυχή σου / την κλήρα που ακολούθησε …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κλῆρα /ἡ/ (κλῆρος) = κατιών, ἀπόγονος, τύχη, κακοδαιμονία.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.