κλέφτης
Κλέφτης /ὁ/ = κλέπτης, κυλινδρικὸν ἐργαλεῖον λευκοσιδήρου μὲ κάθετον συρματίνην λαβὴν πρὸς λῆψιν δείγματος ἐξ ὑγροῦ ἐμπορεύματος (οἴνου κ.λ.τ.) ἀπὸ τὴν ὀπὴν τοῦ βυτίου.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κλέφτης /ὁ/ = κλέπτης, κυλινδρικὸν ἐργαλεῖον λευκοσιδήρου μὲ κάθετον συρματίνην λαβὴν πρὸς λῆψιν δείγματος ἐξ ὑγροῦ ἐμπορεύματος (οἴνου κ.λ.τ.) ἀπὸ τὴν ὀπὴν τοῦ βυτίου.