κλαψομούρης (ο)
συνώνυμο του κλαψής
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κλαψομούρης § ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ κλαίειν. Ἐκ τούτου καὶ κλαψομουριὰ ἡ πράξις τοῦ τοιούτου ἀνθρώπου. ΚΝ.
Σημ. Οἱ Κύπριοι λέγουσιν αὐτὸν Κλαμμούρην (ἰδ. ἐφ. Φιλομ. σ. 1254). Ἡ λέξις ἐγένετο ἐκ τοῦ κλαυσίμοιρος κατὰ τὸ μεμψίμοιρος.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
βλ. και κλαψομάρ(η)ς -ω