κίσσα (η)
κορακοειδές πτηνό, ξηροβατικό (=χερσαίο) με μολυβί φτέρωμα ποικιλμένο με άσπρες ρίγες. Έχει τσιριχτή φωνή και μακριά ουρά. Αρέσκεται στο να “βόσκει” τσιμπούρια και μύγες στα γέρικα ζώα (καλιακούδα).
φράσεις υβριστικές: “Μωρή κίσσα!” = “μωρή μαυροκίσσα”, τι έπαθες, καημένη” – “Ωχ!, τι μ΄ ηύβρε τη μαυροκίσσα!”.
Άγγ. Σικελιανός, “Ο χωριάτικος γάμος”: “Κι ακούει! / ακούει την κίσσα / που απ΄ της λεύκας την κορφή / πέφτει στ΄ αμπέλι / με μια λιόχαρη φωνή”.
Είναι περίεργο πως ο Γ.Χ. Μαραγκός στο “Γλωσσάρι” του 1874 σημειώνει κάσσα, αντί κίσσα.
Γράφει: κάσσα (η): πόρνη. φράση: “Μωρή κάσσα και γάνα” = ύβρις γυναικών.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κίσσα /ἡ/ = τὸ κορακοειδὲς πτηνὸν κίσσα ἡ κυανοπόλιος. (λέγεται καὶ ὡς ὕβρις «μωρὴ κίσσα».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης