κεροπάτης (ο)
επιτραπέζιο ντόπιο κρασί, που φκιάνονταν από σταφύλια ποικιλίας βαρτζαμί.
Ο μούστος ρίχνονταν στα βαρέλια να βράσει, να ζυμωθεί χωρίς τσίπουρα κι έτσι το χρώμα του γινόταν ανοιχτό, ξανθοκόκκινο χωρίς τη στυφάδα που διακρίνει το γιωματάρι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κεροπάτης -ι (κεράω -ῶ, πατέω -ῶ) = ὁ οἶνος ὁ προερχόμενος ἐκ γλεύκους ἀντλουμένου ἅμα τῇ ἐκθλίψει χωριστὰ ἀπὸ τὰ στέμφυλα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κεροπάτης, ο : είδος εκλεκτού λευκαδίτικου οίνου. Εκ του ρ. κεράννυμι-ύω, κεράσω, κεκέρασμαι και κέκραμαι (κεράω) = αναμειγνύω και -ιγνύω, εξ ου και κράσις, κρατήρ, άκρατος και κεκραμένος οίνος (κρασί), και του ρήματος πατώ, εξ ου πατητήρ(ας), πατητήριον (ληνός), πατερόν ή πάτερον = ξύλον πατώματος, κ.λ.π.
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα