κερώνω
- χλομιάζω, παίρνω το χρώμα του κεριού.
- αλείφω με κερί το σπάγκο, πράγμα που κάνουν οι τσαγκάρηδες, προκειμένου να ράψουν τα παπούτσια των πελατών τους. “Εκέρωσα το σπάο, τον έχω έτοιμο, μάστορα, για να ράψω τις σόλες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κερώνω (κηρὸς) = ἀλείφω μὲ μελισσοκέρι, χλωμιάζω σἂν τὸ κερί.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κερώνω: (κηρός), γίνομαι σαν το κερί, χλωμιάζω.
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα