Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κερώνω

  1. χλομιάζω, παίρνω το χρώμα του κεριού.
  2. αλείφω με κερί το σπάγκο, πράγμα που κάνουν οι τσαγκάρηδες, προκειμένου να ράψουν τα παπούτσια των πελατών τους. “Εκέρωσα το σπάο, τον έχω έτοιμο, μάστορα, για να ράψω τις σόλες”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κερώνω (κηρὸς) = ἀλείφω μὲ μελισσοκέρι, χλωμιάζω σἂν τὸ κερί.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Κερώνω: (κηρός), γίνομαι σαν το κερί, χλωμιάζω.

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.