καιροκολλάω
προκόβω.
φρ.: «της ζουν τα παιδιά που κάνει, της καιροκολλάνε», και το αντίθετο: «Δεν της καιροκολλάνε αυτηνής τα παιδιά.»
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γνωστός ο τύπος της κατάρας στο χωριό: Π(ου) να μη καιροκολλήσεις! να μην προκόψεις δηλαδή, πολύ περισσότερο να εξολοθρευτείς!
Ο Κοντομίχης το αναφέρει με τη θετική έννοια του προκόβω όχι την αρνητική, της κατάρας. Ο Λάζαρης δεν την καταγράφει.
Περίεργη όμως η ορθογραφία του β΄ συνθετικού της λέξης κολλάω, που δυσκολεύει την ακριβή ερμηνεία. Το λεξικό Δημητράκου στη λέξη καιρός, περ. 3 λέγει: Επί χρόνου, ο προσήκων χρόνος, ευνοϊκή περίστασις και παραπέμεπει στο έργο του Σοφοκλή, Οιδίπους Τύραννος, στ. 1516: «πάντα γαρ καιρώ καλά» που αποδίδεται: «διότι πάντα κατά την περίστασιν είναι ωραία (Κρέων) . Αυτό μας οδηγεί στη σκέψη πως ορθότερο είναι να δεχθούμε το καλό αντί το κολλώ και επομένως να φκιάσουμε τον (αδόκιμο γραμματικά) τύπο καλήσεις (να μην καιροκαλήσει!)>
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης