κερανιάζω
κιτρινίζω, παίρνω το χρώμα του κεριού, χλομιάζω
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κερανιάζω (κηρός, κήρινος) = γίνομαι σὰν τὸ κερί, χλωμιάζω (πολλάκις λέγεται μὲ τὴν ἔννοιαν τῆς λέξ. «καρανιάζω»).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κερανιάζω = γίνομαι χλωμός, κερώνω, κιτρινίζω.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Κερανιάζω: (κηρός), γίνομαι σαν το κερί, χλωμιάζωΓλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα