Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κεφαλοκόλονο (το)

το κιονόκρανο, η κεφαλή της κολόνας

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κεφαλοκόλωνο /τὸ/ (κεφαλή, Ἰ. colonna) = κιονόκρανον, ἐπιστύλιον, ἐγκάρσιον παχὺ τμῆμα ξύλου προσηρμοσμένον ἐπὶ ξυλίνου στύλου ἀνεχομένου οἰκοδομικὰ βάρη.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


κεφαλοκόλωνο (τό): κιονόκρανο, ἐπιστύλιο

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.