Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κάζο (το)

περιπέτεια, ατύχημα, λοιδωρία
“Έπαθα μεγάλο κάζο.” = μεγάλο ατύχημα – “Του κάναμε ένα κάζο, που τον τρέλανε” – “Μεγάλο κάζο έγινε στην πλατεία”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κάζο /τὸ/ (Ἰ. caso) = σύμπτωμα, συμβάν, ἀτύχημα, περιπέτεια.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Έπαθε, λέμε, μεγάλο κάζο (συμφορά, ατύχημα). Από το ιταλικό ουσιαστικό caso, το συμβάν, περιστατικό.
Στη “Βαβυλωνία” του Βυζαντίου, στον προβληματισμό του Αστυνόμου, έχομε το διάλογο αν το περιστατικό ήταν κάζο πενσάτο (caso pensato) (εκ προμελέτης) ή κάζο ατσιδέντε (a caso accidente) (αιφνίδιον, ξαφνικό). Χρήσιμο είναι να θυμηθούμε την “Ελληνοτουρκική” επικαιρότητα του casus belli (αιτία, αφορμή πολέμου).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.