Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κάζει (απροσ.)

έχομε τις φράσεις : “μου κάζει” = νομίζω – ” Μου κάστηκε πως είδα τον αδελφό σου”.
ΒΑΛ. , Αθ. Δ., Β’: “Μου κάστηκε πως είδα / σαν έναν ίσκιο να διαβεί… “.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κάζει (εἰκάζω) «μοῦ κάζει» = μοῦ φαίνεται, νομίζω, «μοῦ κάστηκε» = μοῦ ἐφάνη, ἐνόμισα.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Μ΄ κάζει, μ΄ κάστηκε. Απαντάται συχνά σε μας ως απρόσωπο ρήμα (γ΄ ενικό) . νομίζω, μου φάνηκε.
Σχηματίστηκε από το αρχαίο εικάζω, εικασία (υπόνοια).
Ο Βαλαωρίτης στο “Διάκο” του, 2, 90, γράφει “μου κάστηκε πως είδα σαν ένα ίσκιο να διαβή”. Και ο Καζαντζάκης στη Θεία Κωμωδία (ι, 28, ΙΙ, 8): “Είδα κι εικάζεταί μου ακόμα”.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Κάζει = εἰκάζει, ὑποθέτω, μοῦ κάζει πώς ἄκουσα κρότο (μοῦ φαίνεται πώς ἄκουσα κρότο).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Κάζει ή ορθότερα (ει)κάζει: (ρ. εικάζω) = μου φαίνεται, νομίζω. Συνήθως συναντάται συνδιασμένη με την καταπληκτική λέξη διάνεμα (δια +νεύμα), «μ’κάστ(η)κε πως εδιάβ(η)κε σαν διάνεμα…».

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα


κάστηκε: “μου κάστηκε”, “μ΄κάστ΄κε”: μου φάνηκε, νόμισα

Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας


βλ. και μουκάζει

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.