Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καυλάω

Καλώ τις κότες, τις προσελκύω με κόλπα. Ξεπλανώ, εκμαυλίζω (παρασύρω).  Γενικότερα “προσελκύω θηράματα απομιμούμενος την φωνήν αυτών” (Δημητράκος) ή “σαν τα πουλιά που τα μαυλίζει ο κράχτης” (Καζαντζ., Θ. Κωμ. 3, 117, στο Δημητράκο).

βλ. και μαυλάω και μαυλίζω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.