κατσαρίζομαι
ρήμα απρόσωπο.
“Έτσι του κατσαρίστηκε”, δηλ. έτσι του ήρθε η όρεξη να κάμει. ” Έτσι μου κατσαρίστηκε” = έτσι ήθελα – “ό,τι του κατσαρίζεται λέει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατσαρίζομαι (Ἰ. cacciare;), συναντᾶται ἀπρόσωπον: «μ’ κατσαρίστηκε» = μοῦ ἦρθε ἡ ἔμπνευσις, μοῦ ἦρθε ἡ διάθεσις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κατσαρίζομαι = μοῦ ἦρτε, ἤ μοῦ ἔρχεται ἡ διάθεση γιά κάτι, ἔτσι μοῦ κατσαρίστηκε (ἔτσι μοῦ κάπνισε).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής