Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κατρουσμάρα (η)

σε φράσεις, όπως: “κάνει πολύ κρύο, είναι κατρουσμάρα” – “απαίσιο θέαμα, είναι μια κατρουσμάρα να βλέπεις”. (ριό).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.