κατρουμάς (ο)
το καπίστρι των φορτηγών ζώων.
Ο κατρουμάς κατασκευάζεται συνήθως από δέρμα, αλλά και από πλεχτές κλωστοταινίες. Παλιότερα γίνονταν και κατρουμάδες σιδερένιοι.
Στο “Γλωσσάριο” του Γ.Χ. Μαραγκού (1875) διαβάζομε: “Κατρουμάς. Ρυμός σιδηρούς φορτηγών ζώων”. Καταγραφή του 1751: “Κατρουμάς ένας” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατρουμᾶς /ὁ/ (Τ. κατὴρ-μᾶ) = περιστόμιον, φορβειά, κεφαλιὰ ὑποζυγίου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κατρουμᾶς § τὸ περιστόμιον τοῦ ἵππου (ἰδ. χαβόνω).
Σημ. Ἡ λ. φαίνεται ἔκφυλος.